ζημιάρης

ζημιάρης
-α, -ικο και ζημιάρικος, -η, -ο [ζημιά]
αυτός που συχνά από αδεξιότητα ή από απροσεξία του κάνει ζημιές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ζημιάρης — ο θηλ. ζημιάρα αυτός που προξενεί συνεχώς ζημιές: Ζημιάρα γάτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζημιαρόγατος — ο 1. γάτος που κάνει ζημιές 2. ζημιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζημιάρης + γάτος] …   Dictionary of Greek

  • -ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… …   Dictionary of Greek

  • επιζήμιος — α, ο επίρρ. α που προξενεί ζημία, επιβλαβής, ζημιάρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζημιάρικος — η, ο ζημιάρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”